- μεσοβορράς
- ο мор. норд-норд-ост (ветер)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοβορράς — και μεσοβοριάς, ο ονομασία τού ανέμου που πνέει μεταξύ βόρειων και βορειοανατολικών διευθύνσεων, κν. γραιγοτραμουντάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. μεσοβορέας, μαρτυρείται από το 1728 στον Μελέτιο Μητροπολίτη Αθηνών] … Dictionary of Greek
γραιγοτραμουντάνα — η μεσοβορράς άνεμος (μεταξύ βόρειου και βορειοανατολικού) … Dictionary of Greek
υποβορειοανατολικός — ή, ό, Ν το αρσ. ως ουσ. ο υποβορειοανατολικός·(ενν. άνεμος) ο μεσοβορράς, κν. γραιγοτραμουντάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βορειοανατολικός] … Dictionary of Greek